- σαταναήλ
- ὁ, Αεβραϊκή ονομασία τού σατανά.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. Satanael].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
сатана — др. русск. сатана σατανᾶς (ХIV в., Срезн. III, 263), также ст. слав. сотона, русск. цслав. сотона (Остром., Мар., Зогр., Еuсh. Sin., Супр.); см. Дильс, Aksl. Gr. 117 и сл.; древнее заимств. из греч. σατανᾶς от др. еврейск. sāṭān; см. Фасмер,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βογόμιλοι — Οπαδοί χριστιανικής αίρεσης, η οποία εμφανίστηκε στη Βουλγαρία τον 10ο αι. και έλαβε την ονομασία της από τον εμπνευστή της, ιερέα Βογομίλ. Οι ρίζες της, όπως και άλλων χριστιανικών αιρέσεων, θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν στον μανιχαϊσμό της… … Dictionary of Greek